Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

''Ρόμβοι και Δάκρυα'' της Βασιλική Σίμωσι


Μια φορά κι έναν καιρό τα παιδιά πίστευαν στις νεράιδες. Μα και σε τούτο τον καιρό πολλά πιστεύουν σ’ αυτές. Ένα τέτοιο παιδί είναι και η Ηλιόνα, ένα μικρό κορίτσι, που το χαμόγελο του είναι τόσο γλυκό και λαμπερό που όταν χαμογελά λάμπει σαν τον Ήλιο, γι’ αυτό και οι γονείς της την ονόμασαν Ηλιόνα.
 
Κάποια μέρα νιώθει πολύ δυστυχισμένη και το δάκρυ που κυλάει απ’ τα μάτια της σβήνει το γλυκό χαμόγελο. Κλαίει και η καρδιά της χτυπά δυνατά.
 
— Εγώ, όμως, πιστεύω στην καλή νεράιδα, πιστεύω, πιστεύω, λέει πεισματικά προσπαθώντας να πάρει κουράγιο. 
 
Μέσα από τα δακρυσμένα της μάτια το δωμάτιό της φαίνεται θολό και μόνο η οθόνη του υπολογιστή της δείχνει την πραγματικότητα. Ώρες τώρα κάθεται στο μικρό της γραφείο μπροστά στην άψυχη οθόνη προσπαθώντας να βρει συντροφιά και να περάσει δημιουργικά το χρόνο της, καταπολεμώντας τη μοναξιά της.
 
— Ουφ, σε βαρέθηκα πια. Μόνο γράμματα και αριθμούς ξέρεις, του λέει και τον κλείνει νευριασμένη.
 
Παίρνει μπροστά της το αγαπημένο της βιβλίο. Απλώνει τα χέρια της για να το ανοίξει. Αποκαμωμένη ακουμπά πάνω του το κεφάλι της. Με δυσκολία κρατά τα μάτια της ανοιχτά.
 
Πάνω στο βιβλίο στάζει ένα δάκρυ, το δάκρυ της κούρασης της. Παρόλη την προσπάθεια της τα βλέφαρα της κλείνουν και βυθίζεται σ’ ένα γλυκό ύπνο.
 
Ξαφνικά, βλέπει μπροστά της μια πύλη απ’ όπου βγαίνει παράξενο θαλασσί και ασημί φως και μοιάζει μ’ ένα μεγάλο δάκρυ, το δικό της το δάκρυ. Το παράξενο φως τη μαγνητίζει και παίρνοντας ένα δάκρυ από αυτά που έχουν στάξει στην ποδιά της ανοίγει την πύλη. Με μεγάλη προσπάθεια καταφέρνει να περάσει στην άλλη πλευρά. Μέσα στο παράξενο φως βλέπει να ξεπροβάλουν και άλλα δάκρυα που γίνονται διάφανοι ρόμβοι. Όσο προχωράει πιο βαθιά τα σχήματα αυτά αποκτούν όγκο. Το φως έχει κι αυτό όγκο.
Η Ηλιόνα απορώντας προσπαθεί να φτάσει τους αστραφτερούς ρόμβους. Νιώθει το πρόσωπό της υγρό από την προσπάθεια. Κλαίει. Καταλαβαίνει πως έχει πάρει μαζί της το μεγάλο πόνο. Δεν τον έχει αφήσει πίσω της. Τον κουβαλάει.
 
— Είναι βαρύς και ασήκωτος, μονολογεί. Παρόλα αυτά ο δρόμος φαίνεται τόσο παράξενος που θάθελα να τον ακολουθήσω.
 
Σοβαρεύει και αρχίζει να αφήνει πίσω της τα δάκρυά της. Αισθάνεται το φως να την τυλίγει απαλά, νιώθει να γλιστράει μέσα στο θαλασσί και ασημί φως που απλώνεται παντού.
 
Μέσα στο φως διακρίνει μια θολή μορφή. 
 
Κοιτάει πίσω της. Άραγε, πόση ώρα περπατάει; Δεν έχει καμία σημασία. 
 
Η Ηλιόνα κοιτάει τα δάκρυα που έχουν μείνει στην ποδιά της. «Έχω εσάς», σκέφτεται. 
 
Η θολή μορφή, συνεχίζει να την ακολουθεί από μια μικρή απόσταση.
— Φεγγάρι, εσύ είσαι; ρωτάει η Ηλιόνα.
 
— Έμενα; ακούγεται μια φωνή μέσα από το παράξενο φως.
 
Στο άκουσμα της φωνής η Ηλιόνα πετάγεται ταραγμένη.
 
— Έμενα; ρωτάει ξανά η φωνή.
 
Η Ηλιόνα σταματάει και μέσα στην ταραχή της προσπαθεί να βρει την ισορροπία της. Μόλις καταφέρνει να ισορροπήσει σηκώνει τα μάτια της από την ποδιά της.
 
— ΟΟ …όχι, σε αυτά μιλούσα, απαντάει και αυθόρμητα και με τα δυο της χεριά σηκώνει την ποδιά της φέρνοντας την μπροστά για να φανούν τα δάκρυα της χωρίς να της πέσει ούτε ένα κάτω. 
 
Η ποδιά της είναι γεμάτη. Η φωνή όλο και πλησιάσει την Ηλιόνα, χωρίς ακόμα να την έχει φτάσει.
 
Η Ηλιόνα σηκώνει ένα δάκρυ από τα πολλά που έχει στην ποδιά της. Δείχνει το δάκρυ που κρατά. Το δικό της το δάκρυ. Ένα αρκεί για να κινήσει την φωνή. Φανερά πια, μπροστά της, το ακαθόριστο πρόσωπο αρχίζει να αλλάζει γρήγορα μορφές, όσες και οι φάσεις του φεγγαριού το χρόνο.
 
— Αν δεν είσαι το Φεγγάρι, τότε ποιος είσαι; ρωτάει η Ηλιόνα που με προσοχή παρατηρεί όλες τις αλλαγές.
 
Η μέχρι τώρα θολή μορφή την πλησιάζει με πολύ παράξενο τρόπο.
 
— Μικρή μου, είμαι φεγγαροπρόσωπος, δεν είμαι το φεγγάρι, απαντά στην Ηλιόνα η μορφή. Μα εσύ κλαις! Γιατί κλαις; ρωτά το πρόσωπο με το παράξενο στόμα που τραβάει αμέσως την προσοχή της.
 
Η Ηλιόνα δεν απαντάει. Ξαφνικά, καταλαβαίνει ότι ο φεγγαροπρόσωπος κύριος, είναι ένας παράξενος Κλόουν. Η μορφή του παίρνει το γλυκό σκούρο χρώμα της νύχτας με τις ευχές των ανθρώπων προς τους αγγέλους και τα άστρα. Στα μάτια του, όμως, υπάρχει μια απέραντη θλίψη.
 
— Δεν με θυμάσαι; τη ρωτάει ο Κλόουν.
 
— Θα έπρεπε, άραγε, να σε θυμάμαι; λέει η Ηλιόνα και η απορία είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της.
 
— Ναι, της απαντάει ο Κλόουν, αλλά με …
 
— Σε φοβάμαι, του λέει διστάζοντας η Ηλιόνα.
 
— Ναι, της απαντάει ο Κλόουν. Μα, εσύ είσαι ο Ήλιος. Ο Ήλιος δεν φοβάται! Ζεσταίνει και σκορπίζει χαρά!
 
— Εγώ; Εγώ, μα πως μπορώ;
 
Η Ηλιόνα κοιτάει τον Κλόουν στα μάτια και νιώθει ξαφνικά μια παράξενη αγάπη να πλημμυρίζει την καρδιά της.
 
— Μπορώ μόνο να σε ζεστάνω δίνοντας σου την αγάπη μου, του λέει.
 
Η ματιά του Κλόουν λάμπει. Το πρόσωπο του κρατά το γλυκό σκούρο χρώμα του, αυτό της νύχτας με ξαστεριά. Χαμογελάει. Αγκαλιάζει τρυφερά την Ηλιόνα προσπαθώντας να την κάνει να καταλάβει αυτό που με τα λόγια μπορεί να χαθεί. 
 
Την σφίγγει όσο πιο δυνατά μπορεί. Την αφήνει να κλάψει.
 
Η Ηλιόνα αισθάνεται ανακούφιση και σφίγγει τον Κλόουν όσο πιο δυνατά μπορεί.
Ο Κλόουν παραμένει ανέκφραστος, δεν κλαίει, δεν γελάει, δεν βγάζει μιλιά. Μετά από λίγο, ρωτάει την Ηλιόνα:
 
— Γιατί είσαι τόσο λυπημένη και σιωπηλή;
 
Εκείνη αντί για απάντηση του τραγουδάει, ενώ είναι αγκαλιασμένοι: 
Μακάρι να είχα αναμμένο ένα κερί
να έκανα μια ευχή
γεμάτη αγάπη,
μα από το δάκρυ,
το πολύ,
θα έσβηνε το κερί
και θα πονούσα πιο πολύ.
 
— Άραγε, σου απάντησα; τον ρωτάει. Νιώθω ένα μεγάλο πόνο να με συνοδεύει παντού.
Ο Κλόουν παραμένει ανέκφραστος, δεν κλαίει, δεν γελάει, δεν βγάζει μιλιά. Η Ηλιόνα με την σειρά της τον κοιτάζει τρυφερά, στο βλέμμα της είναι ζωγραφισμένη η ευγνωμοσύνη για την αντίδραση του.
 
— Εμένα ευχαριστείς; ρωτάει αυθόρμητα ο Κλόουν.
 
Η Ηλιόνα με τον δείχτη του χεριού της καρδιάς του δείχνει ψηλά. Το βλέμμα του Κλόουν ακολουθεί το χέρι της. Κοιτά κι αυτός ψηλά. Σε ένα σημείο ο ουρανός που τους σκεπάζει θυμίζει ουράνιο τόξο λες και θέλει να τους προστατέψει.
 
Η Ηλιόνα ευχαριστεί το Θεό για την σιωπή του συνοδού της. Παίρνουν μαζί μια βαθιά ανάσα και τότε ο Κλόουν της δίνει ένα βαμβακερό μαντίλι για να σκουπίσει τα δακρυσμένα μάτια της. Η Ηλιόνα το παίρνει και σκουπίζει τα δάκρυά της.
 
«Μακάρι να μη νιώσει ξανά πόνο», σκέφτεται ο Κλόουν, αλλά με λύπη βλέπει ότι ο πόνος δεν έχει φύγει από το βλέμμα της. «Πόσο ακόμα θα πονάει;» σκέφτεται. «Καλύτερα να μείνω μαζί της».
 
Η Ηλιόνα, παρόλο που κάνει μεγάλη προσπάθεια να περπατήσει, ακολουθεί τον Κλόουν για αρκετή ώρα. Σε κάποια στιγμή, βλέποντας τον κορμό ενός κομμένου δέντρου του ζητάει να σταματήσουν για λίγο ώστε να ξεκουραστεί. 
 
«Αλήθεια, πόσο αγαπά τη φύση αυτό το κοριτσάκι», σκέφτεται ο Κλόουν και ύστερα λέει από μέσα του, «πράγματι πρέπει να ξεκουραστεί».
 
Όση ώρα ο Κλόουν περίμενε να ξεκουραστεί η Ηλιόνα, με το βλέμμα του εξερευνούσε την γύρω περιοχή. 
 
— Κοιτά! της λέει δείχνοντας της με τον δείχτη του. Βλέπεις αυτό το κόκκινο σημαδάκι στο βάθος του ορίζοντα; Είναι η στέγη του κόκκινου σπιτιού. Εκεί, καλή μου, θα μπορέσεις να ξεκουραστείς πραγματικά.
 
Ο Κλόουν, βλέποντας την Ηλιόνα να δυσκολεύεται να σηκωθεί της προτείνει να την πάρει στους ώμους του. Η Ηλιόνα δέχεται με χαρά και κρατώντας τον σφιχτά ξεκινούν τρέχοντας να φτάσουν στο σπίτι που είχε δει ο Κλόουν.
 
— Καλέ μου Κλόουν, σε κούρασα, λέει η Ηλιόνα.
 
— Όχι, της κάνει με νόημα εκείνος. Κοίτα, φτάσαμε.
 
Ο Κλόουν κατεβάζει, με προσοχή, την Ηλιόνα από τους ώμους του. Της κάνει νόημα να περάσει πρώτη. Ο Κλόουν την ακολουθεί. Η Ηλιόνα σηκώνει πάλι ένα δάκρυ από τα πολλά που έχει στην ποδιά της. Δείχνει το δάκρυ που κρατά. Το δικό της το δάκρυ. Ένα αρκεί για να ανοίξει την πόρτα του κόκκινου σπιτιού.
 
Η Ηλιόνα μπαίνει διστακτικά στο σπίτι. Η παράξενη διακόσμηση του την εντυπωσιάζει και ταυτόχρονα γεμίζει την καρδιά της με μια πρωτόγνωρη γαλήνη. Από το ταβάνι κρέμονται αστραφτερά κρύσταλλα. 
 
Μόλις τα μάτια της συνηθίζουν τη λάμψη τους διακρίνει ότι έχουν σχήμα ρόμβου. Να, εκεί στο βάθος ανακαλύπτει, μακριά από τα άλλα, το αγαπημένο της σχήμα. Το δάκρυ. Τα σχήματα αυτά την κάνουν να νιώθει καλά.
 
Όλα γύρω της είναι άγνωστα αλλά τόσο όμορφα, διάφανα και φωτεινά. 
 
Η Ηλιόνα σκουντά απαλά τον Κλόουν.
 
— Καλέ μου, Κλόουν, μπορώ να παίξω με αυτά; τον ρωτάει.
 
Δείχνει στον Κλόουν, με το χέρι της καρδιάς της, τα κρυστάλλινα σχήματα που αιωρούνται στο ταβάνι του κόκκινου σπιτιού. Σωστά άστρα στον ουρανό!
Ο Κλόουν σκύβει και την κοιτάει στα μάτια.
 
— Όχι, καλό μου παιδί, της απαντάει ενώ το πρόσωπο του γίνεται ξαφνικά σοβαρό, σχεδόν σκυθρωπό και με νόημα τη ρωτάει. Ένα παιδί σαν και σένα δεν θα έπαιζε ποτέ με τον πόνο των άλλων, έτσι δεν είναι;
 
— Με τον πόνο; τον ρωτάει απορρημένη η Ηλιόνα.
 
Το πρόσωπο του Κλόουν αρχίζει και πάλι να αλλάζει γρήγορα μορφές. Οι αλλαγές αυτές προκαλούν έναν παράξενο αέρα που κάνει το σπίτι άνω κάτω.
 
Ένας ρόμβος πέφτει από το ταβάνι και τσιμπά την Ηλιόνα. Ύστερα ένα δάκρυ την βρέχει. Σκεπάζει με τα χέρια της το πρόσωπό της. Κλαίει.
 
— Αυτό είναι πόνος. Τώρα πονάς και κλαις, της λέει ο Κλόουν χαϊδεύοντας την τρυφερά στο μάγουλο. Το δάκρυ είναι το σχήμα του δικού σου πόνου. Θα σου πω κι εγώ το μυστικό μου. Ο ρόμβος είναι το σχήμα του δικού μου πόνου. Είμαι κι εγώ ένα φοβισμένο πλάσμα.
 
Για πρώτη φορά η Ηλιόνα βλέπει τον Κλόουν με ανθρώπινη μορφή. Τώρα ανακαλύπτει, κάτω από την μάσκα του Κλόουν, ένα φοβισμένο πλάσμα που ξεπερνώντας τον φόβο του έχει κάτσει δίπλα της και της μιλάει.
 
Ο Κλόουν πιάνει ένα από τα επαναλαμβανόμενα σχήματα που στολίζουν τα ρούχα του.
— Ο κάθε ρόμβος είναι για μένα κι ένας πόνος, της λέει. Μόνο κουβαλώντας τον πόνο μου μπορώ να συνεχίσω να σε συνοδεύω και να σε στηρίζω. 
 
Λέγοντας της αυτά, την πιάνει με το χέρι της καρδιάς του από το μπράτσο για να τη βοηθήσει και να τη στηρίξει.
 
Έτσι είναι! Ο κάθε κρυστάλλινος ρόμβος της στολής του αρλεκίνου αντιστοιχεί και σ’ έναν αξεπέραστο πόνο ή φόβο του. Ο φεγγαροπρόσωπος κύριος, που είναι ο αγαπημένος Κλόουν της Ηλιόνας, της έχει πει την απόλυτη αλήθεια: Είναι ένα φοβισμένο πλάσμα.
Ο Κλόουν νιώθει, για μια ακόμα φορά, τη δυσκολία στην κίνηση της και προσπαθεί να την στηρίξει με μεγαλύτερη προσοχή.
 
— Σε παρακαλώ κρατά με, μη με αφήσεις, λέει φοβισμένη η Ηλιόνα. 
 
— Τι σου έκανα; τη ρωτάει ο Κλόουν.
 
— Τίποτα, του απαντάει φανερά ταραγμένη.
 
— Πες μου, επιμένει ο Κλόουν.
 
— Μερικές φορές δεν νιώθω τόσο σίγουρη όταν στηρίζομαι στα μπαστουνάκια μου και χρειάζομαι κάποια βοήθεια.
 
— Όποτε τη χρειαστείς, δεν έχεις πάρα να μου τη ζητήσεις. Θα είμαι πάντα δίπλα σου έτοιμος να σε βοηθήσω.
 
— Η αλήθεια είναι ότι τα μπαστουνάκια μου με βοηθούν πολύ στο να περπατάω και να μπορώ να κάνω διαφορά πράγματα. 
 
— Πράγματι μου έκαναν εντύπωση όλα αυτά που έχεις κάνει από τη στιγμή που συναντηθήκαμε.
 
— Άκου με λίγο. Η αναπηρία, για μένα, είναι φως. Είναι το φως εκείνο που στέλνει ο Θεός και πλημμυρίζει την ψυχή του ανθρώπου με την ομορφιά της αγάπης Του. Αυτό το φως, που αισθάνομαι ολόγυρά μου, μέσα από τις δοκιμασίες θα με φέρει πιο κοντά στο Θεό. Γι’ αυτό και ονομάζω τους ανθρώπους που είναι διαφορετικοί «άτομα με αγάπη» και όχι «άτομα με αναπηρία». Μην ξεχνάς, καλέ μου Κλόουν, ότι είμαι κι εγώ μια από αυτούς. Το δάκρυ είναι το σχήμα του πόνου μου. Έχεις δίκιο. Η παραδοχή του πόνου μου με έφτασε κι ως εδώ. Αυτό δεν χρειάζεται να στο πω. Το ξέρεις. Αυτό, που ίσως δεν σου έχω πει με τόσα πολλά λόγια, είναι ότι το δάκρυ είναι η δύναμη της αδυναμίας μου. Το δάκρυ είναι το σχήμα που μου δίνει δύναμη για να συνεχίζω την προσπάθεια μου κάθε μέρα. Οι δικοί μου, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, μου έμαθαν να αντιμετωπίζω την αναπηρία μου με χαμόγελο. Έτσι υπάρχουν στιγμές που είμαι Εσύ.
 
Για πρώτη φορά η Ηλιόνα φαίνεται στον Κλόουν διαφορετική. Βλέπει ένα δυνατό παιδί που παρά την δυσκινησία του τον έχει ακολουθήσει και του έχει δείξει εμπιστοσύνη. 
 
Με κόπο η Ηλιόνα στηρίζεται στο ένα της μπαστούνι και με το ελεύθερο χέρι της παίρνει ένα δάκρυ από την ποδιά της και δίνοντας το στον Κλόουν του λέει:
 
— Το κάθε δάκρυ είναι και ένας πόνος μου. Τώρα που ξέρω ότι ο κάθε ρόμβος που κουβαλάς αντιπροσωπεύει και έναν πόνο μπορώ να σε καταλάβω καλύτερα. Γι’ αυτό θέλω να συνεχίσω να σε ακολουθώ και να προσπαθήσουμε να βοηθήσει ο ένας τον άλλον.
 
Η Ηλιόνα, αμέσως μετά, στηρίζεται κανονικά στα μπαστούνια της. Έτσι είναι. Το κάθε δάκρυ στην ποδιά της αντιπροσωπεύει κι έναν αξεπέραστο πόνο ή φόβο της. 
 
Ο Κλόουν έχει καλά καταλάβει πως νιώθει αυτό το παιδί, που είναι πια η αγαπημένη του Ηλιόνα.
 
Η Ηλιόνα παίρνει για λίγο τα μάτια της πάνω από τον Κλόουν. Σε μια γωνία του κόκκινου σπιτιού, εδώ και αρκετή ώρα έχει δει ένα ζωγραφιστό στο χέρι, μεταλλικό φαναράκι με χερούλι. Αλήθεια, πάντα ήθελε να μπορέσει να ξεπεράσει τον φόβο της και να το ανάψει. Τα γλυκά λόγια και η παρουσία του Κλόουν της δίνουν την δύναμη να απομακρυνθεί απ’ αυτόν, να πλησιάσει το φαναράκι, να ξεπεράσει τον φόβο της και να πραγματοποιήσει αυτό που τόσο καιρό ήθελε. Τα μπαστούνια της την βοηθούν με το παράξενο βήμα της.
Η θαλπωρή της φλόγας την ηρεμεί. Αισθάνεται ότι τα λόγια τους έφθασαν στον ουρανό και έτσι πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη της επιθυμία.
 
Χαρούμενη πιάνει το φαναράκι με το στόμα της και χωρίς να φοβάται πια τη φλόγα πλησιάζει τον Κλόουν. Του κάνει νόημα να κρατήσει τα μπαστουνάκια της.
 
Όσο αντέχουν να την κρατήσουν τα πόδια της, μέσα σε δευτερόλεπτα δηλαδή, με τα χεριά της ελευθέρα βγάζει το φαναράκι από το στόμα της. Σκουπίζει το χερούλι του με το καθαρό, βαμβακερό μαντήλι που έχει φυλάξει για τα δάκρυα της. Γυρίζει προς τον Κλόουν, του το δίνει ενθουσιασμένη και του λέει με μάτια που αστραφτούν από χαρά.
 
— Τα κατάφερα.
 
— Μπράβο! της απαντάει. Μήπως θέλεις να σε βοηθήσω και να σου κρατήσω εγώ το φαναράκι;
 
— Ναι, του απαντάει, και μήπως θα μπορούσες να με στηρίξεις πιάνοντας με από τις μασχάλες;
 
— Βεβαίως, πάρε και τα μπαστούνια σου.
 
— Χάρη σε σένα τα κατάφερα, του λέει δείχνοντας του το φαναράκι με το αναμμένο κερί. Εδώ και πολύ καιρό ένιωθα την ανάγκη να ανάψω ένα κερί, ο φόβος μου όμως δεν με άφηνε. Ο τρόπος σου, η συμπεριφορά σου και ιδίως το χαμόγελο σου, που μου θυμίζει τον παππού μου, μ’ έκαναν να νιώσω μεγάλη σιγουριά κι έτσι μπόρεσα να μεταφέρω το φαναράκι χωρίς να μου σβήσει το κερί και να ξεπεράσω τον φόβο μου.
 
— Σε καταλαβαίνω και χαίρομαι που μπόρεσα να σε βοηθήσω, συνεχίζει τη συζήτηση μαζί της ο Κλόουν. Είναι πολύ σπουδαίο να μοιράζεσαι τον πόνο σου και τα προβλήματα σου μ’ έναν καλό φίλο, που μπορεί να σε καταλάβει και να βρίσκετε μαζί τις σωστές λύσεις. Τώρα πια, σε καταλαβαίνω, και γι’ αυτό δεν σε ρωτάω γιατί κλαις.
 
Λέγοντας αυτά ο Κλόουν, πολύ συγκινημένος, ξεκολλάει έναν αστραφτερό κρυστάλλινο ρόμβο από την στολή του. Ο ρόμβος αυτός δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο δικός του πόνος. Η συγκίνηση του Κλόουν είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του ενώ ένα δάκρυ κυλά από τα μάτια του. Βιάστηκα σκουπίζει τα δάκρυά του. Δίνει τον ρόμβο στη Ηλιόνα και της λέει:
 
— Όποτε είσαι στενοχωρημένη, πονάς ή έχεις κάτι που σε βασανίζει να παίρνεις στα χέρια σου αυτόν τον ρόμβο και να ξέρεις ότι θα είμαι διπλά σου έστω κι αν δεν με βλέπεις.
 
Η κίνηση αυτή συγκινεί την Ηλιόνα. Ξαφνικά μέσα σ’ αυτό το τόσο δα μικρό κρύσταλλο βλέπει τη φιγούρα του Κλόουν.
 
— Μήπως θα μπορούσες να με βάψεις κι εμένα; ρωτάει η Ηλιόνα. Θα ήθελα, έστω και για λίγο, να μοιάζουμε πολύ.
 
— Ευχαρίστως, απαντά ο Κλόουν.
 
Με γρήγορες και επιδέξιες κινήσεις αρχίζει να της βάφει το πρόσωπο προσπαθώντας να το κάνει σχεδόν ίδιο με το δικό του. 
 
Οι πινελιές του την αγγίζουν απαλά. Το πρώτο άγγιγμα του της μεγαλώνει ακόμα περισσότερο τα ήδη μεγάλα και εκφραστικά της μάτια, ενώ τα πλαισιώνει με ρόμβους. Ύστερα ψάχνοντας βαθιά στη τσέπη του βγάζει ένα μικρό μπαλάκι, το εφάρμοσε με προσοχή στη μύτη της και το βάφει μ’ ένα ζεστό κόκκινο χρώμα. Τέλος, κάνει ένα μεγάλο άσπρο περίγραμμα γύρω από το στόμα της και με την κόκκινη μπογιά δίνει ένα παράξενο σχήμα στα χείλη της.
 
Μόλις ο Κλόουν τελειώνει, ικανοποιημένος από την εικόνα, της λέει:
— Τώρα πια τα πρόσωπά μας είναι σχεδόν ίδια. 
 
Η Ηλιόνα για να τον ευχαριστήσει παίρνει ένα κρυστάλλινο δάκρυ από την ποδιά της. Το δίνει στον Κλόουν. Μόλις εκείνος το αγγίζει, ένα δάκρυ από την ποδιά της και ένας ρόμβος από την στολή του ενώνονται και μ’ ένα μαγικό τρόπο αρχίζουν ν’ ανεβαίνουν ψηλά προς το ταβάνι. Η λάμψη τους όλο και δυναμώνει.
 
Ξαφνικά, ένα παράξενο, πολύ δυνατό φως απλώνεται σ’ όλο το σπίτι κι εκεί στο βάθος εμφανίζεται η πύλη που μοιάζει με δάκρυ. 
 
— Από δω και μπρος μπορείς να τα καταφέρεις και μόνη σου, της λέει και χάνεται μέσα στο παράξενο φως.
 
Η Ηλιόνα παίρνει το τελευταίο δάκρυ από την ποδιά της. Αυτό το τελευταίο δάκρυ αρκεί για να ανοίξει την πύλη απ’ όπου βγαίνει το θαλασσί και ασημί φως. Βήμα – βήμα η Ηλιόνα ακολουθεί το φως και περνάει στην άλλη πλευρά.
 
Ένας ξαφνικός, δυνατός πόνος ξυπνάει την Ηλιόνα. Ένας σπασμός την αναγκάζει να αλλάξει θέση. Έχει πιαστεί. Σηκώνει σιγά – σιγά το κεφάλι της από το αγαπημένο της βιβλίο, που ώρα τώρα έχει κάνει μαξιλάρι. Τα φύλλα του είναι υγρά.
 
Από συνήθεια, γυρίζει προς τα αριστερά. Η αριστερή πλευρά την πονάει πιο συχνά από την δεξιά. Παράξενο, δεν πονάει ούτε αριστερά ούτε δεξιά. Επάνω στη ποδιά της αστράφτει ένας κρυστάλλινος ρόμβος.
 
— Τι όμορφος που είναι, μονολογεί.
 
Ο υπολογιστής της είναι κλειστός και όπως πάντα μουτρωμένος.
 
Γιατί, άραγε, είναι ανοιχτή η ντουλάπα της με τον μεγάλο καθρέφτη; 
 
Πρέπει να πάει να την κλείσει. Σηκώνεται με την βοήθεια των μπαστουνιών της. Πηγαίνει σιγά–σιγά προς την ντουλάπα του δωματίου της. Την προσοχή της τραβάει το πρόσωπο που φαίνεται στον ολόσωμο καθρέφτη της ντουλάπας.
 
Ένας Κλόουν! Ένας Κλόουν βαμμένος με τα αγαπημένα της χρώματα! 
 
Στο θέαμα αυτό από τα μάτια της τρέχει ένα δάκρυ. Ένα δάκρυ χαράς. Το δικό της το δάκρυ χαράς. Ψάχνει αυθόρμητα για το βαμβακερό της μαντήλι. Σκουπίζει τα δάκρυα από το πρόσωπο της. Κοιτάει παραξενεμένη το μαντήλι της, είναι λερωμένο με χρώμα. Άραγε, αυτό που έζησε ήταν αληθινό;

ΠΡΟΣΩΠΑ



Σας άρεσε το άρθρο? Μοιραστείτε το!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου